tiristore a diodo | |
el. | δίοδος-θυρίστορ |
bidirezionale | |
commun. | αμφίδρομη επικοινωνία; αμφίδρομη σύνδεση; ταυτόχρονη επικοινωνία |
comp., MS | αμφίδρομος |
el. | αμφικατευθυντικό |
IT el. | δικατευθυντικός |
| |||
δίοδος-θυρίστορ |
tiristore a diodo: 4 phrases in 1 subject |
Electronics | 4 |