rifiuta | |
comp., MS | παράβλεψη |
rifiutare | |
comp., MS | απορρίπτω; παράβλεψη |
rifiuti | |
econ. | απόβλητα |
environ. | υπολείμματα; απώλειες |
med. | απορρίμματα |
rifiuto | |
chem. | αποτυχία εφαρμογής |
commun. | απόρριψη; άχρηστο |
A | |
med. | αμπέρ |
basso | |
gen. | μπάσο |
attività | |
med. | ενεργητικότητα |
| |||
άρνηση της έγκρισης προτύπου ΕΟΚ, της επικύρωσης προτύπου ΕΟΚ | |||
| |||
απόβλητα | |||
υπολείμματα; απώλειες; υπολείμματα/απώλειες/απορρίμματα; Απόβλητα | |||
απορρίμματα; σκουπίδια | |||
| |||
αποτυχία εφαρμογής; απόβλητο | |||
απόρριψη; άχρηστο | |||
διείσδυση ανά κύκλο κτυπημάτων | |||
| |||
αρνούμαι & -ιέμαι | |||
απορρίπτω; παράβλεψη | |||
| |||
Απόβλητα; υπολείμματα/απώλειες/απορρίμματα | |||
| |||
παράβλεψη |
rifiuti: 906 phrases in 38 subjects |