provvedimento istruttorio | |
polit. law | διεξαγωγή αποδείξεων; αποδεικτικά μέσα |
asse | |
comp., MS | άξονας |
industr. construct. | γραμμή κέντρου ελαστικού; ευθεία κεντραρίσματος; λεπτή μεταλλική ράβδος |
med. | άξων |
transp. mech.eng. | άτρακτος |
wood. | μαδέρι; σανίδα |
Altro | |
comp., MS | Περισσότερες |
provvedimento preparatorio | |
polit. law | προπαρασκευαστική ενέργεια |
| |||
διεξαγωγή αποδείξεων; αποδεικτικά μέσα |
provvedimento istruttorio: 1 phrase in 1 subject |
Law | 1 |