prelievo | |
environ. | τάνυση; ανάληψη; κλήρωση; ολκή; σχεδίαση; σχέδιο |
fin. | εισφορά |
limitato | |
fin. | περιορισμένη |
A | |
med. | αμπέρ |
zero | |
transp. el. | σημείο μηδέν |
| |||
τάνυση; ανάληψη; κλήρωση; ολκή; σχεδίαση; σχέδιο; τάνυση/ολκή/σχεδίαση/σχέδιο/ανάληψη/κλήρωση | |||
εισφορά | |||
απόσπαση; εξαγωγή |
prelievo: 130 phrases in 26 subjects |