nodi | |
fin. life.sc. | κόμβοι |
nodo | |
agric. | ρόζος; κόμβος διακλάδωσης |
construct. | αναρτήρας |
el. | σημείο ελάχιστου στάσιμου κύματος |
industr. construct. | φιόγκος |
IT dat.proc. | κόμβος επεξεργασίας δεδομένων |
life.sc. | κομβικό σημείο |
life.sc. el. | κóμβος |
A | |
med. | αμπέρ |
chiave | |
comp., MS | κλειδί |
| |||
ρόζος; κόμβος διακλάδωσης | |||
αναρτήρας | |||
σημείο ελάχιστου στάσιμου κύματος | |||
φιόγκος; νεπ; τρύπωμα | |||
κόμβος επεξεργασίας δεδομένων | |||
κομβικό σημείο | |||
κóμβος | |||
κινητό όργανο σύνδεσης | |||
κόμβος; οξίδιο (nodus lymphaticus); όξος (nodus lymphaticus); δεσμός; κόμπος; σημείο συνένωσης; συναρμογή; κομβίο; φυμάτιο; οζίδιο; διόγκωση | |||
θηλειά | |||
| |||
κόμβοι |
nodo: 258 phrases in 22 subjects |