DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
essere tenuto per legge a prestare gli alimenti
gen. έχω νόμιμη υποχρέωση διατροφής; έχω νόμιμες υποχρεώσεις διατροφής
gov. έχω από το νόμο υποχρέωση διατροφής