domicilio | |
econ. | νόμιμη κατοικία |
asse | |
comp., MS | άξονας |
industr. construct. | γραμμή κέντρου ελαστικού; ευθεία κεντραρίσματος; λεπτή μεταλλική ράβδος |
med. | άξων |
residenza abituale | |
law | συνηθισμένη κατοικία |
| |||
νόμιμη κατοικία | |||
διαμονή; κατοικία; τόπος διαμονής; τόπος κατοικίας |
domicilio: 129 phrases in 23 subjects |