disposizione | |
commun. | διάταξις έργου; σχέδιο εργασίας |
IT | κατάστρωση |
IT el. | διάταξη |
med. | διάθεση; προδιάθεση |
met. | διάταξη,χαρακτηριστικά και εκτέλεση των συγκολλήσεων |
diretto | |
gen. | άμεσος |
A | |
med. | αμπέρ |
combattere | |
gen. | μάχομαι |
gli | |
gen. | αυτοί |
abuso | |
med. | κακοποίηση |
| |||
διάταξις έργου; σχέδιο εργασίας | |||
κατάστρωση | |||
διάταξη | |||
διάθεση; προδιάθεση | |||
διάταξη,χαρακτηριστικά και εκτέλεση των συγκολλήσεων | |||
ενέργεια διευθετήσεως |
disposizioni: 404 phrases in 38 subjects |