DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
commettere volontariamente o per negligenza una grave mancanza agli obblighi
gen. διαπράττω εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος; σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος εκ προθέσεως ή εξ αμελείας
gov. διαπράττω με πρόθεση ή από αμέλεια σοβαρή παράλειψη υποχρέωσης