caratteristica | |
gen. | γνώρισμα |
el. | χαρακτηριστική μετατροπέα; χαρακτηριστική φορτίου |
IT el. | χαρακτηριστική καμπύλη |
inerente | |
gen. | ο |
| |||
γνώρισμα | |||
χαρακτηριστική μετατροπέα; χαρακτηριστική φορτίου | |||
χαρακτηριστική καμπύλη | |||
χαρακτηριστικό; χαρακτηριστικά; στίγμα |
caratteristica: 290 phrases in 28 subjects |