DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
autosoma m
life.sc. αυτόσωμο
med. αυτοφαγόσωμα; αυτοφαγικό σωμάτιο; αυτοφαγοκυτταρικό κυστίδιο; κυτολυσόσωμα; κυτταρολυσόσωμα; αυτόσωμα; μη φυλετικό χρωμόσωμα
autosoma: 2 phrases in 1 subject
Medical2