asta compressa | |
construct. | θλιβόμενη ράβδος; στοιχείο υπό θλίψη |
asse | |
comp., MS | άξονας |
industr. construct. | γραμμή κέντρου ελαστικού; ευθεία κεντραρίσματος; λεπτή μεταλλική ράβδος |
med. | άξων |
transp. mech.eng. | άτρακτος |
wood. | μαδέρι; σανίδα |
asse | |
med. | άξονας |
| |||
θλιβόμενη ράβδος; στοιχείο υπό θλίψη |
asta compressa: 7 phrases in 2 subjects |
Construction | 4 |
Transport | 3 |