argilla | |
environ. | πυρίμαχο τούβλο; άργιλος/πυρίμαχο τούβλο |
magra | |
environ. | χαμηλή παροχή; υποχώρηση υδάτων; χαμηλή στάθμη υδάτων |
magro | |
agric. | αδυνατισμένος; εξασθενημένος |
chem. | χρώμα φτωχό σε έλαια |
| |||
πυρίμαχο τούβλο; άργιλος/πυρίμαχο τούβλο | |||
άργιλος; πηλός |
argilla: 103 phrases in 16 subjects |