anemometro | |
IT transp. | ταχύμετρο; ταχύμετρο και μάχμετρο |
med. | ανεμόμετρο |
transp. | ενδείκτης της ταχύτητας του αέρα; ταχύμετρο αέρος |
A | |
med. | αμπέρ; αδενίνη; αλανίνη |
mulinello | |
earth.sc. | περιστρεφόμενη συσκευή |
| |||
ταχύμετρο; ταχύμετρο και μάχμετρο | |||
ανεμόμετρο | |||
ενδείκτης της ταχύτητας του αέρα; ταχύμετρο αέρος | |||
Ενδείκτης ταχύτητας αέρα; ενδείκτης ταχύτητας αέρα |
anemometri: 30 phrases in 7 subjects |
Earth sciences | 7 |
General | 1 |
Information technology | 1 |
Life sciences | 17 |
Natural sciences | 2 |
Technology | 1 |
Transport | 1 |