DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
stationært sprinkleranlæg
agric., construct. αμετακίνητο σύστημα καταιονισμού; αμετακίνητη εγκατάσταση άρδευσης με τεχνητή βροχή; μόνιμη εγκατάσταση