DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
rundtræ n
agric. στρογγυλή ξυλεία
industr., construct. αναποφλοίωτη ξυλεία
wood. στρογγύλη ξυλεία κατεργασίας και βιομηχανίας; στρογγύλη ξυλεία
rundtræ: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1