DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
prægning n
chem. γκοφρέ
el. εγκόλληση; καλούπωμα
environ. αποτύπωμα
industr., construct. αποτύπωση σε ανάγλυφο; χάραξη; ανάγλυφη κατεργασία; τόρευση
IT Ανάγλυφη αποτύπωση
med. τηλεγονία; γονιμοποίηση; διαπότιση; εμποτισμός
met. ανισόπαχη διαμορφωτική τύπωση; ανάγλυφη επεξεργασία; ανακούφωμα; ανακύρτωση; ισόπαχη τύπωση; ανάγλυφος
prægning
: 9 phrases in 5 subjects
Industry2
Mechanic engineering1
Medical2
Metallurgy2
Technology2