Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Danish
⇄
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
prægning
n
chem.
γκοφρέ
el.
εγκόλληση
;
καλούπωμα
environ.
αποτύπωμα
industr., construct.
αποτύπωση σε ανάγλυφο
;
χάραξη
;
ανάγλυφη κατεργασία
;
τόρευση
IT
Ανάγλυφη αποτύπωση
med.
τηλεγονία
;
γονιμοποίηση
;
διαπότιση
;
εμποτισμός
met.
ανισόπαχη διαμορφωτική τύπωση
;
ανάγλυφη επεξεργασία
;
ανακούφωμα
;
ανακύρτωση
;
ισόπαχη τύπωση
;
ανάγλυφος
prægning
:
9 phrases
in 5 subjects
Industry
2
Mechanic engineering
1
Medical
2
Metallurgy
2
Technology
2
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips