DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
persistens n
environ. ανθεκτικότητα; διατήρηση; εμμονή; επιμονή; μεταίσθημα; ανθεκτικότητα/εμμονή/επιμονή/μεταίσθημα/διατήρηση; υψηλή υπολειμματική δράση 2. ανθεκτικότητα στο περιβάλλον
med. έμμονος; επίμονος
persistens: 2 phrases in 2 subjects
Environment1
Medical1