DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
obligationer n
account. ομολογίες; ομολογίες χρέους
stat., account. ομόλογα και ομολογίες χρέους debentures
obligation n
econ. ομολογία; μακροπρόθεσμη ομολογία
fin. ομόλογο επιχείρησης ή τράπεζας; ομόλογο; δανειακός τίτλος ενυπόθηκος; ενυπόθηκες ομολογίες; προνομιούχες μετοχές
obligationer: 222 phrases in 10 subjects
Accounting5
Business3
Economy3
Finances199
General1
Insurance1
Investment1
Law1
Marketing5
Taxes3