DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
maskinglittet papir
mater.sc., industr., construct. χαρτί στιλβωμένο από τη μία πλευρά; χαρτί μηχανικά στιλβωμένο
wood. χαρτί στιλβωμένο στη μηχανή