DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
manøvrestrømkreds n
earth.sc., el. ηλεκτρική γραμμή ελέγχου; καλωδίωση σημάτων ελέγχου
tech., el. κύκλωμα χειρισμού; κύκλωμα ελέγχου; κύκλωμα ρύθμισης