DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
lavskov i kort omdrift
forestr., energ.ind. δενδρύλλια περιοδικής υλοτόμησης; πρεμνοφυή δάση βραχυχρόνιας αμειψισποράς; συστάδα σύντομης εναλλαγής