DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
laske n
construct. έλασμα σφιγκτήρα
industr., construct. αρμογοκαλύπτρα; πήχη; πλάκα επικάλυψης; στέκα; κωνικός αρμόςλοξή ένωσις
met. ενώνω; συναρμόζω; συνδέω
lask v
construct. αρμός; σύνδεσμος
met. αρμοκάλυμμα κορμού; αρμοκαλύπτρα κορμού
transp. επικάλυψη
laske: 21 phrases in 3 subjects
Electronics1
Mechanic engineering1
Transport19