DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
kobling n
gen. σύνδεση
commun., el. σύζευξη δύο λυχνιών; χειρισμός λειτουργίας
earth.sc., mech.eng. σύζευξη αξόνων
el. σύζευξη; τρόπος κίνησης; διαδικασία χειρισμού; χειρισμός; ζεύξις; σύζευξις; όδευση; καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης; μεταβίβαση
industr., construct. εμφάνιση απόχρωσης; σύνδεση δύο μερών
IT συζεύκτης; στοιχείο σύζευξης
mech.eng. χιτώνιο συνδέσμου; συνδεσμολογία; συζεύκτης αξόνων
med. συνένωση γονιδίων; σύνδεσμος γονιδίων; αναστροφή; διακοπή; διατροπή; επιλογή; μεταγωγή; μεταλλαγή
transp. σύνδεση με κρουστική-αποκρουστική διαρρύθμιση; διάταξη που ενεργοποιείται αυτόματα σε κάθε διαδικασία σύζευξης
transp., industr. συμπλέκτης
transp., mech.eng. σύμπλεξη; κοπλάρισμα
kobling
: 204 phrases in 18 subjects
Agriculture2
Coal2
Communications13
Earth sciences9
Electronics62
Environment2
General8
Health care1
Information technology7
Labor law3
Life sciences1
Materials science1
Mathematics1
Mechanic engineering42
Natural sciences2
Statistics1
Transport44
Work flow3