DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
henlæggelse til fornyelser
gen. κονδύλιο ανακαίνισης του υλικού
econ., commer., polit. αποθεματικό για ανανέωση; διατιθεμένο ποσό για ανακαίνιση; κεφάλαια ανανέωσης; κεφάλαιο για ανανέωση