DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
driftsform n
agric. σύστημα δασοκαλλιέργειας; τεχνικο-οικονομικός προσανατολισμός
agric., construct. τεχνικοοικονομικός προσανατολισμός της εκμετάλλευσης
commun. λειτουργικός τρόπος; τρόπος λειτουργίας
environ. σύστημα καλλιέργειας; είδος δουλείας
mech.eng., el. θέση λειτουργίας
driftsform: 3 phrases in 1 subject
Agriculture3