DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
beholder n
gen. υποδοχέας; φορέας; μεταλλικό κουτί; δεξαμενή; χοάνη
agric. δοχείο διπλής χρήσης; βαρέλι
comp., MS θέση αποθήκευσης
environ. εμπορευματοκιβώτιο; δοχείο (συσκευασίας); περιέκτης
pharma., environ. εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο συσκευασίας/περιέκτης
transp., mater.sc., industr. Ε/Κ γενικής χρήσης; εμπορευματοκιβώτιο για συνδυασμένες μεταφορές; εμπορευματοκιβώτιο θαλάσσης; εμπορευματοκιβώτιο θαλάσσιων μεταφορών; εμπορευματοκιβώτιο μεταφοράς; εμπορευματοκιβώτιο πολλαπλής χρήσης; κοντέινερ για συνδυασμένες μεταφορές
beholdere n
agric. οινοδοχεία
fin. είδη συσκευασίας
atomaffaldsbeholder n
nucl.pow. δοχείο
beholder: 191 phrases in 26 subjects
Agriculture27
Chemistry19
Coal1
Commerce1
Earth sciences15
Electronics3
Energy industry2
Environment9
Fish farming pisciculture2
Food industry1
General22
Health care2
Industry10
Information technology3
Law1
Life sciences1
Materials science27
Mechanic engineering9
Medical2
Metallurgy1
Microsoft1
Municipal planning5
Natural sciences2
Nuclear physics1
Technology9
Transport15