anmodning om præjudiciel afgørelse | |
law | Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως; αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως |
ved | |
nat.sc. | ξύλον |
kendelse | |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη; διαγραμμισμός/αποφάσεις |
Domstolen | |
econ. | Δικαστήριο |
sag | |
comp., MS | υπόθεση |
| |||
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως; αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως | |||
προδικαστική παραπομπή |
anmodning om præjudiciel afgørelse: 1 phrase in 1 subject |
Law | 1 |