alderspension | |
gov. social.sc. | σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου; σύνταξη αρχαιότητας |
social.sc. | σύνταξη γήρατος |
grundbeløb | |
fin. IT | βασικό ποσό |
| |||
σύνταξη λόγω συμπλήρωσης συντάξιμου χρόνου; σύνταξη αρχαιότητας | |||
σύνταξη γήρατος | |||
σύνταξη γήρατος' σύνταξη |
alderspensionens: 14 phrases in 6 subjects |
General | 2 |
Government, administration and public services | 1 |
Insurance | 1 |
Labor law | 3 |
Social science | 4 |
Sociology | 3 |