afvigelse | |
comp., MS | διακύμανση |
law | εξαίρεση; παρέκκλιση |
mater.sc. | διαφορά |
math. | αποκλίνουν; απόκλιση |
med. | απόκλιση; εκτροπή |
social.sc. | έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά |
stat. | απόκλισις |
fortegn | |
IT | ψηφίο προσήμου |
| |||
διακύμανση | |||
εξαίρεση; παρέκκλιση | |||
διαφορά | |||
αποκλίνουν; απόκλιση | |||
απόκλιση (deflectio); εκτροπή (deflectio) | |||
έκτροπη κοινωνική συμπεριφορά | |||
απόκλισις; διασπορά | |||
σφάλμα |
afvigelser: 102 phrases in 21 subjects |