aftale | |
comp., MS | συνάντηση |
environ. | συμφωνία; σύμβαση |
law | συνασπισμός; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβάλλομαι; συμφωνώ; συνομολογώ |
law agric. | σύμβαση |
mellem | |
comp., MS | μέσος |
Det Europæiske Fællesskab | |
econ. | Ευρωπαϊκή Κοινότητα |
OG | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
Ukraine | |
econ. | Ουκρανία |
Om | |
comp., MS | πληροφορίες |
lettelse af udstedelsen af visa | |
immigr. | απλούστευση της έκδοσης θεωρήσεων |
| |||
συνάντηση | |||
συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος | |||
συνασπισμός; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβάλλομαι; συμφωνώ; συνομολογώ | |||
σύμβαση | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως; συμφωνία (διοικητικής φύσεως) | |||
| |||
ρυθμίσεις | |||
| |||
σύμβαση | |||
| |||
συμβατικός |
aftale: 869 phrases in 48 subjects |