DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
franchising n
commer., econ. παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης στη διανομή; δικαιοχρησία; μίσθωση επιχειρηματικής οργάνωσης
econ. δικαιόχρηση