управляемый | |
comp., MS | διαχειριζόμενος |
управлять | |
gen. | διευθύνω; οδηγώ |
comp., MS | διαχειρίζομαι |
Процесс | |
comp., MS | Διαδικασία |
| |||
διευθύνον; διευθύνουσα; διευθύνων; διαχειριστής; διοικητής | |||
| |||
διευθύνω; οδηγώ | |||
διαχειρίζομαι | |||
| |||
διαχειριζόμενος |
управляемый: 31 phrases in 3 subjects |
Forestry | 2 |
Mathematics | 1 |
Microsoft | 28 |