научный | |
gen. | επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός |
объединение | |
comp., MS | συνένωση; σύνδεσμος |
environ. | ενσωμάτωση; εγγραφή; συγχώνευση; σύσταση εταιρείας |
| |||
επιστημονική; επιστημονικό; επιστημονικός |
научное: 8 phrases in 2 subjects |
Environment | 7 |
Statistics | 1 |