nástroj | |
comp., MS | εργαλείο |
crim.law. | μέσο για τη διάπραξη εγκλήματος' όργανο του εγκλήματος |
partnerství | |
gen. | εταιρική σχέση |
snižování emisí | |
environ. | μείωση εκπομπής |
odlesňování | |
econ. | αποδάσωση |
environ. | αποψίλωση |
environ. forestr. | απομάκρυνση δασών; απομείωση της δασοκάλυψης |
A | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
znehodnocování lesů | |
environ. agric. | υποβάθμιση των δασών |
| |||
εργαλείο | |||
μέσο για τη διάπραξη εγκλήματος' όργανο του εγκλήματος | |||
ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους |
Nástroj: 229 phrases in 19 subjects |