arbitraż | |
bank. fin. | πρόκριση συναλλαγής ή συναλλάγματος |
econ. | διαιτησία |
fin. econ. | εξισορροπητική κερδοσκοπία; πρόκριση συναλλαγών; αρμπιτράζ |
w | |
gen. | προς τα κάτω; σε |
spór | |
gen. | διαμάχη |
forestr. | διαφωνία; αντιδικία |
pomiędzy | |
gen. | ανάμεσα |
inwestor | |
gen. | επενδυτής |
a | |
gen. | και |
| |||
πρόκριση συναλλαγής ή συναλλάγματος | |||
διαιτησία | |||
εξισορροπητική κερδοσκοπία; πρόκριση συναλλαγών; αρμπιτράζ | |||
διαμεσολάβηση; διακανονισμός |
arbitraż: 15 phrases in 4 subjects |
Economy | 5 |
Finances | 5 |
General | 1 |
Law | 4 |