nocivo:risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação | |
gen. | βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται; Ρ48/20 |
Contactos | |
comp., MS | Επαφές |
contacto | |
gen. | μεταλλική επαφή |
comp., MS | επαφή |
el. | θέση επαφής επαφοδοτικού πτερύγιου; θρόμβος επαφοδοτικού πτερύγιου |
law lab.law. | επικοινωνία; σχέση |
com | |
gen. | με, μαζί με ... |
peles | |
environ. | γουνόδερμα |
ingestão | |
med. | πρόσληψη τροφής,υγρού ή φαρμάκου |
| |||
βλαβερό:κίνδυνος σοβαρής βλάβης της υγείας ύστερα από παρατεταμένη έκθεση όταν εισπνέεται; Ρ48/20 |
nocivo: risco de efeitos graves para a saúde em caso de exposição prolongada por inalação: 7 phrases in 1 subject |
General | 7 |