DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
talão n
gen. εισιτήριο επικοινωνίας
agric. ξύλο αντικαταστάσεως; πρέμνον
agric., mech.eng. πτέρνη
fin. στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
industr., construct. φτέρνα και πλαϊνό μέρος φοντιού
industr., construct., chem. TακούνιαMηχ.διαμαντέ
leath. φορτάκι; φτέρνα; ενισχυμένη φτέρνα; φορτάκι με λουρί
market. στέλεχος
transp., industr. πτέρνα
transp., tech., law χείλος επισώτρου; πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου
talão livrete TIR n
cust., transp., mil., grnd.forc. στέλεχος
talão: 74 phrases in 9 subjects
Agriculture6
Communications7
Finances2
General3
Industry26
Law1
Mechanic engineering3
Metallurgy6
Transport20