retirada | |
commer. | απόσυρση από την αγορά |
environ. | απόσυρση |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
reserva estatutária | |
fin. | αποθεματικό προβλεπόμενο από το καταστατικό; νόμιμο αποθεματικό |
| |||
απόσυρση από την αγορά | |||
απόσυρση | |||
αποχώρηση |
retirada: 173 phrases in 35 subjects |