resistência | |
gen. | αντοχή |
el. | αντιστάτης |
environ. | ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα |
industr. construct. | σκληρότητα Shore |
IT | εγκατάλειψη |
met. el. | αντίσταση |
nat.sc. | αντοχή; ανεκτικότητα |
máximo | |
transp. mil., grnd.forc. el. | προβολέας δέσμης πορείας |
rutura | |
industr. construct. met. | ράγισμα από ξεκαλούπωμα |
compressão | |
environ. | συμπίεση |
| |||
αντιστάτης | |||
ανθεκτικότητα βιολογική; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα | |||
αντίテταση | |||
σκληρότητα Shore | |||
εγκατάλειψη | |||
αντίσταση | |||
αντοχή; ανεκτικότητα | |||
σκληρότητα | |||
οπισθέλκουσα/EUROD | |||
| |||
αντοχήυλικού | |||
| |||
ανθεκτικότητα (βιολογική) |
resistência: 1049 phrases in 39 subjects |