potência tomada | |
mater.sc. el. | χρησιμοποιηθείσα ισχύς; απορροφηθείσα ισχύς; απορροφουμένη ισχύς; πραγματική ισχύς |
hora de ponta | |
commun. | ώρα μεγίστης κίνησης; αιχμή; ώρα αιχμής |
stat. transp. | ώρα κυκλοφοριακής αιχμής; ώρα μέγιστης συγκοινωνιακής επίβίβασης |
máximo | |
transp. mil., grnd.forc. el. | προβολέας δέσμης πορείας |
| |||
χρησιμοποιηθείσα ισχύς; απορροφηθείσα ισχύς; απορροφουμένη ισχύς; πραγματική ισχύς |
potência tomada: 10 phrases in 5 subjects |
Earth sciences | 3 |
Materials science | 3 |
Mechanic engineering | 2 |
Statistics | 1 |
Transport | 1 |