DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
pensão de reforma antecipada
sec.sys., unions. σύνταξη πρόωρης συνταξιοδότησης; πρόωρη σύνταξη; πρόωρη σύνταξη γήρατος; πρόωρη συνταξιοδότηση; προσυνταξιοδότηση