DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
papel moeda
fin. χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; χαρτονόμισμα; ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα
tech., industr., construct. χαρτί χαρτονομισμάτων
papel moeda: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Technology1