extinção | |
agric. | κατάσβεσις |
astronaut. transp. | Σβήσιμο κινητήρα |
chem. | σβέσις |
coal. | αποπύρωσις; σβύσιμο |
commun. earth.sc. | εξασθένηση |
el. | απαλοιφή |
environ. | εξαφάνιση; εξαφάνιση |
direitos à pensão | |
insur. social.sc. lab.law. | συνταξιοδοτικό δικαίωμα |
| |||
κατάσβεσις | |||
Σβήσιμο κινητήρα | |||
σβέσις | |||
αποπύρωσις; σβύσιμο | |||
εξασθένηση | |||
απαλοιφή | |||
εξαφάνιση οικολογικός όρος | |||
λήξη συνθήκης | |||
απόσβεση; εξάλειψη | |||
| |||
εξαφάνιση οικολογικός όρος |
extinção: 139 phrases in 24 subjects |