DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
estocasticamente maior ou menor
math. στοχαστικά μεγαλύτερες ή μικρότερες
stat. στοχαστικά μεγαλύτερο ή μικρότερο; στοχαστικά μεγαλύτερες ή μικρότερες