estai | |
agric. | ανάδρομος; πρότονος του επιστηλίου |
substância | |
chem. | ουσία; χημική ουσία |
carcinogéneo | |
health. | καρκινογόνος παράγοντας; καρκινογόνα ουσία; καρκινογόνος ουσία |
Parar | |
comp., MS | Διακοπή |
| |||
ανάδρομος; πρότονος του επιστηλίου | |||
στήριγμα |
esta: 90 phrases in 19 subjects |