DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +

to phrases
cavalete n
agric. υπόβαθρι; εσχάρα; στοίβα
construct. ικρίωμα; τακαρία; βάστακας; ξυλογαϊδάρα; ποδαρικό; στρίποδο
cultur. καβαλλάρης; καβαλλέτο
earth.sc., el. καβαλέτο; οκρίβαντας
industr., construct. ζεύγος ράβδων; οπλισμός εκ τετραγωνισμένης ξυλείας εδραζόμενος επί πεδίλων
mech.eng. ράφι αποθήκευσης σε πρόβολο; βάθρο; βάση; γερανός εκφόρτωσης
tech., industr., construct. μορφή φορέα συσκευασίας
transp. ανάρτηση
transp., construct. κατασκευή υποστήριξης; ξύλινη υποστήριξη; πλαίσιο υποστήριξης
cavalete: 32 phrases in 9 subjects
Agriculture2
Chemistry1
Coal3
Industry7
Mechanic engineering6
Metallurgy1
Municipal planning1
Technology3
Transport8