Casa | |
comp., MS | Οικία |
casa | |
comp., MS | οικία |
agricultor | |
gen. | γεωργός |
agric. | αρχηγός γεωργικής εκμεταλλεύσεως; εκμεταλλευτής; εκμεταλλευτής αγροκτήματος; καλλιεργητής αγροκτήματος |
econ. | αγρότης |
| |||
οικία | |||
| |||
Οικία | |||
| |||
συνδυάζω τις εκτυπώσεις,τα τραβήγματα |
casa: 187 phrases in 38 subjects |