![]() |
Câmara | |
comp., MS | Κάμερα |
came | |
industr. construct. | έκκεντρο |
mech.eng. | κνώδακας; λοβός; δισκοειδής κνώδακας; κνωδακοφόρα πλάκα; περιφερικός κνώδακας |
câmara | |
tech. | θαλάμη |
| |||
θαλάμη | |||
θάλαμος | |||
| |||
Κάμερα | |||
| |||
έκκεντρο | |||
κνώδακας; λοβός; δισκοειδής κνώδακας; κνωδακοφόρα πλάκα; περιφερικός κνώδακας |
câmara: 639 phrases in 37 subjects |