DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
amortecedor adj.
gen. αποσβεστήρ ταλαντώσεων; αποσβεστήρας
agric. Ανασταλτήρας συγκρουστήρας; εκφορτωτής πίεσης; εξομαλυντής πίεσης
agric., industr., construct. τάκος
chem., el. αποσβεστήρας παλμών
earth.sc., el. ηλεκτροβαλβίδα αναστολής; απομονωτήρας; απομονωτής
el. αποσβέστης
mater.sc. που απορροφά τους κραδασμούς
mech.eng. ενδιάμεσος χώρος; ανακρουστήρας; διαχωριστικός χώρος; τερματικός αναστολέας
tech. αμορτισέρ; μειωτήρας κραδασμών
transp. αντιταλαντωτής
transp., mech.eng. πνευματοϋδραυλικός αποσβεστήρας κρούσεων; συσκευή απόσβεσης των κραδασμών; αποσβεστήρας κραδασμών; αποσβεστήρας κρούσεων
amortecedores adj.
transp. προσκέφαλο καθοδήγησης; καθοδηγητικό στρώμα
amortecedor: 157 phrases in 20 subjects
Agriculture3
Astronautics2
Banking1
Communications2
Cultural studies1
Earth sciences13
Economy3
Electronics2
Finances7
General3
Health care1
Industry2
Information technology3
Life sciences5
Materials science1
Mechanic engineering53
Medical1
Statistics2
Technology1
Transport51